δωσιδικία

δωσιδικία
η юрисдикция, подсудность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δωσιδικία" в других словарях:

  • δωσιδικία — και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία) νεοελλ. η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις αρχ. το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί …   Dictionary of Greek

  • δωσιδικία — η η υποχρέωση ενός κατηγορουμένου να δικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοσιδικία — η βλ. δωσιδικία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»